- ποικιλανδρία
- η, Νβιολ. χαρακτηριστικό τών ζωικών ειδών στα οποία τα αρσενικά άτομα, σε αντίθεση προς τα θηλυκά, εμφανίζουν διαφορετικές μορφές.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. poikilandrie (< ποικίλος + ἀνήρ, ἀνδρός)].
Dictionary of Greek. 2013.